αλειπτρια

αλειπτρια
    ἀλείπτρια
     алиптра, умащивательница Lys.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αλειπτρια" в других словарях:

  • ἀλειπτρίᾳ — ἀλειπτρίᾱͅ , ἀλείπτρια fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείπτρια — ἀλείπτρια, η (Α) (θηλ. τού ἀλείπτης*) τίτλος θεατρικών έργων τού Άμφιδος, τού Αντιφάνους κ.ά …   Dictionary of Greek

  • ἀλείπτρια — fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλείπτριαν — ἀλείπτρια fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλείπτης — ἀλείπτης, ο (Α) (θηλ. ἀλείπτρια) 1. αυτός που άλειφε τους αθλητές στα γυμναστήρια με λάδι 2. δάσκαλος τών αθλητών στα «γυμνάσια», γυμναστής, εκπαιδευτής 3. αυτός που παροτρύνει, παρασύρει σε κάτι, που διδάσκει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλείφω. ΠΑΡ.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»